- μετακλινομαι
- μετακλίνομαιμετα-κλίνομαι(ῑ) склоняться в другую сторону
πολέμοιο μετακλινθέντος Hom. — при неблагоприятном обороте битвы
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πολέμοιο μετακλινθέντος Hom. — при неблагоприятном обороте битвы
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετακεκλιμένα — μετακλίνομαι perf part mp neut nom/voc/acc pl μετακεκλιμένᾱ , μετακλίνομαι perf part mp fem nom/voc/acc dual μετακεκλιμένᾱ , μετακλίνομαι perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεκλικότα — μετακλίνομαι perf part act neut nom/voc/acc pl μετακλίνομαι perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεκλίμεθα — μετακλίνομαι perf ind mp 1st pl μετακλίνομαι plup ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεκλιμένους — μετακλίνομαι perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεκλίσθαι — μετακλίνομαι perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακλινθῇ — μετακλίνομαι aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακλινθέντες — μετακλίνομαι aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακλινθέντος — μετακλίνομαι aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακλῖναι — μετακλίνομαι aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακλῖναν — μετακλίνομαι aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακλινεῖ — μετακλῐνεῖ , μετακλίνομαι aor subj pass 3rd sg (epic) μετακλῐνεῖ , μετακλίνομαι fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) μετακλῐνεῖ , μετακλίνομαι fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)